Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περισσέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περισσεύω
  2. θα περισσέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περισσεύω