περιπολήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπεριπολήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιπολώ
- θα περιπολήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιπολώ
περιπολήσετε