Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιλαίμιον (μαρτυρείται από το 1856)[1] → και δείτε τη λέξη περιλαίμιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιλαίμιον, -ίου ουδέτερο

  1. σελ. 797, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου