Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιαύγασις < περιαυγά(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιαύγασις, -εως θηλυκό (καθαρεύουσα)

  Πηγές επεξεργασία