πενηνταρίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πενηνταρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πενηνταρίζω
- θα πενηνταρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πενηνταρίζω