Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πενηνταρίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πενηνταρίζω
  2. θα πενηνταρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πενηνταρίζω