Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πεισματώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πεισματώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πεισματώνω
  3. θα πεισματώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πεισματώνω