Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειρατικῶς < πειρατικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

πειρατικῶς

  Πηγές επεξεργασία