Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πειράξετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πειράζω
  2. θα πειράξετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πειράζω