πειθαναγκαστούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπειθαναγκαστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πειθαναγκάζομαι
- θα πειθαναγκαστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πειθαναγκάζομαι