Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πεζέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πεζεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πεζεύω
  3. θα πεζέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πεζεύω