Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

πατσόκοιλος (el), αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • παχύς σε βαθμό που η σάρκα του κρεμάει-κρέμεται