Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατσόκοιλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πατσόκοιλος
(el)
,
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
παχύς
σε βαθμό που η σάρκα του κρεμάει-κρέμεται