παρωδηθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρωδηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρωδούμαι
- θα παρωδηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρωδούμαι
παρωδηθούν