Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παροχετευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παροχετεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παροχετεύομαι
  3. θα παροχετευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παροχετεύομαι