παρομοιάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρομοιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρομοιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρομοιάζω
- θα παρομοιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρομοιάζω