Ετυμολογία

επεξεργασία
παριστορέω < λείπει η ετυμολογία

παριστορέω - παριστορῶ

  1. ζητώ να μάθω κάτι παρεμπιπτόντως
  2. διηγούμαι, παρατηρώ συμπτωματικά