Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρηγορήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρηγορώ
  2. θα παρηγορήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρηγορώ