παρεσχέθην
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρεσχέθην
- (ελληνιστική κοινή) αʹ ενικό οριστικής παθητικού αορίστου του ρήματος παρέχω
- ※ Ὥστε ἐπειδὴ ἓν ἰδίωμα ἐν ἑκατέροις τὸ νήχεσθαι, μία τις αὐτοῖς ἡ συγγένεια ἐκ τῆς τῶν ὑδάτων γενέσεως παρεσχέθη. (Μέγας Βασίλειος, Ὁμιλίαι εἰς τὴν ἑξαήμερον, 8.2.53–55)
- ※ Ἄδειαν ἔχοντος τοῦ διατιθεμένου ἢ δωρουμένου καὶ τῇ μητρὶ καὶ τῇ μάμμῃ τούτων οἷς τὰ πράγματα παρεσχέθη τὴν τῶν αὐτῶν πραγμάτων, εἰ βούλοιτο, διοίκησιν καταπιστεῦσαι, κἂν συνοικῶσιν ἀνδράσιν αἱ εἰρημέναι γυναῖκες, οὕτω μέντοι εἴπερ καὶ αὐταὶ τὴν τοιαύτην διοίκησιν καταδέξασθαι βουληθῶσιν. (Ιουστινιανός Αʹ, Νεαραί, 552.13–19)