Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραχείμασις < παραχειμά(ζω) + -σις, μορφή του ελληνιστικού παραχειμασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραχείμασις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία