Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παραφυλάξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραφυλάω
  2. θα παραφυλάξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραφυλάω