Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παραφρονήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραφρονώ
  2. θα παραφρονήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραφρονώ