παραπονεθώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραπονεθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραπονιέμαι
- θα παραπονεθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραπονιέμαι
παραπονεθώ