παραπείθω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραπείθω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπαραπείθω
- ξεγελώ, εξαπατώ κάποιον, τον παρασύρω με παραπλανητικά λόγια ή επιχειρήματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραπείθω
|