Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπαίρνω < παρα- + παίρνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραπαίρνω

  • παίρνω περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
το παραπήρε πάνω του!

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία