παραμορφωθώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραμορφωθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμορφώνομαι
- θα παραμορφωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμορφώνομαι
παραμορφωθώ