παραμετροποιήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραμετροποιήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμετροποιώ
- θα παραμετροποιήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμετροποιώ