Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παρακμάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακμάζω
  2. θα παρακμάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακμάζω