παρακμάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρακμάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακμάζω
- θα παρακμάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακμάζω
παρακμάσουμε