παρακαθήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρακαθήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακάθημαι
- θα παρακαθήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακάθημαι