παραθαρρέψουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραθαρρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραθαρρεύω
- θα παραθαρρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραθαρρεύω