Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδεισιακῶς < (ελληνιστική κοινή) παραδεισιακ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

παραδεισιακῶς

  Πηγές επεξεργασία