παραγιομίσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραγιομίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραγιομίζω
- θα παραγιομίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραγιομίζω