Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραβλεφθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραβλέπομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβλέπομαι
  3. θα παραβλεφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβλέπομαι