παράνυφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράνυφος < αρχαία ελληνική παράνυμφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράνυφος αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό παράνυφη)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράνυφος
|