Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράνυφος < αρχαία ελληνική παράνυμφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράνυφος αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό παράνυφη)

  • παιδί που συνοδεύει το γαμπρό και τη νύφη κατά το γάμο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία