πανύστατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανύστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπανύστατος, -η, -ον
- ο τελευταίος απ' όλους
- υἱὸς δ’ Ἀδμήτοιο πανύστατος ἤλυθεν ἄλλων (Ομήρου Ιλιάδα Ψ532)
πανύστατος, -η, -ον