Ετυμολογία

επεξεργασία
παντρολογιέμαι < παθητική φωνή του παντρολογώ

παντρολογιέμαι

  1. βρίσκομαι σε μια πορεία που οδηγεί στο γάμο μου
    έχει σχέση μαζί της τόσα χρόνια και τώρα παντρολογιέται με άλλη
  2. ψάχνω να βρω σύζυγο
    δεν είναι πράματα αυτά, τώρα στα γεράματα να παντρολογιέμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία