παντρολογιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντρολογιέμαι < παθητική φωνή του παντρολογώ
Ρήμα
επεξεργασίαπαντρολογιέμαι
- βρίσκομαι σε μια πορεία που οδηγεί στο γάμο μου
- έχει σχέση μαζί της τόσα χρόνια και τώρα παντρολογιέται με άλλη
- ψάχνω να βρω σύζυγο
- δεν είναι πράματα αυτά, τώρα στα γεράματα να παντρολογιέμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντρολογιέμαι
|