παντρευτούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαντρευτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παντρεύομαι
- θα παντρευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παντρεύομαι
παντρευτούν