παντοίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντοίος < αρχαίο επίθετο από τις αντωνυμίες πας-πάσα-παν και οἷος-οἵα-οἷον, δηλαδή πας + οἷος
Επίθετο επεξεργασία
παντοίος
- αυτός που είναι οποιουδήποτε είδους, κάθε είδους, κάθε ποιότητας, συχνά μάλιστα με υπονοούμενο για κακή ποιότητα ή ήθος, ο παντοειδής
- Προσπάθησε να πετύχει το στόχο του με παντοίους τρόπους
- Μετήλθε παντοίων μέσων
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντοίος
|