Ετυμολογία

επεξεργασία
πανθομολογουμένως < πανθομολογούμενος + -ως < πανθομολογούμαι < παντ- + ομολογούμαι

  Επίρρημα

επεξεργασία

πανθομολογουμένως

  • (λόγιο) όπως ομολογείται απ’ όλους, όπως όλοι παραδέχονται

  Μεταφράσεις

επεξεργασία