Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παλινορθώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παλινορθώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παλινορθώνω
  3. θα παλινορθώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παλινορθώνω