Δείτε επίσης: παλαβιάρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαβούτσικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παλαβούτσικος

  1. λίγο παλαβός
  2. με απρόβλεπτη συμπεριφορά

  Μεταφράσεις επεξεργασία