Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πακεταριστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πακεταριστής αρσενικό , -ίστρια

  • ειδικευμένος στο αμπαλάζ-πακετάρισμα υπάλληλος, εργάτης ή μηχάνημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία