Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παιδιαρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παιδιαρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιδιαρίζω
  3. θα παιδιαρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιδιαρίζω