παιδιακίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παιδιακίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιδιακίζω
- θα παιδιακίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιδιακίζω
παιδιακίσεις