παιανίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαιανίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παιανίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιανίζω
- θα παιανίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιανίζω