Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκόσμια < παγκόσμιος

  Επίρρημα επεξεργασία

παγκόσμια

  • σε παγκόσμιο επίπεδο, σε όλον τον κόσμο

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία