Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παγιωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιώνομαι
  2. θα παγιωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιώνομαι