Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παγιωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παγιώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιώνομαι
  3. θα παγιωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιώνομαι