Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέκαν < αγγλική pecan < γαλλική (αμερικανική) pacane < μαϊάμι-ιλλινόις γλώσσα pakani

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέκαν ουδέτερο άκλιτο

→ δείτε τη λέξη πεκάν