πάω περίπατο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάω περίπατο < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίαπάω περίπατο
- (ειρωνικό) (για πράγματα, καταστάσεις κλπ) χάνομαι ή καταστρέφομαι οριστικά, εξαφανίζομαι
- τώρ,α με αυτήν την κρίση, πάνε περίπατο οι διακοπές στις Μπαχάμες που κανονίζαμε
- μόλις βολεύτηκε στη νέα του θέση πήγαν περίπατο και οι ιδέες, και οι φιλίες και όλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάω περίπατο
|